- διαθερμία
- η(ιατρ.), ηλεκτροθεραπευτική μέθοδος που θερμαίνει τους ιστούς του σώματος: Ο γιατρός τού συνέστησε διαθερμίες για τους πόνους της μέσης του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.